νηττοκτόνος

νηττοκτόνος
νηττοκτόνος, -ον (Μ)
βλ. νησσοκτόνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νησσοκτόνος — και νηττοκτόνος, ον (Μ) 1. αυτός που σκοτώνει πάπιες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νησσοκτόνος είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσσα / νῆττα «πάπια» + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο κτόνος, ταυρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • νηττοφόνος — νηττοφόνος, ον, ὁ (Α) 1. νηττοκτόνος* 2. το αρσ. ως ουσ. είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήττα «πάπια» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο φόνος, νεβρο φόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”